Η επικείμενη πανηγυρική δικαστική επιβεβαίωση της παραγραφής των βαρύτατων ποινικών αδικημάτων που τέλεσαν πολιτικά πρόσωπα, ως κρίσιμοι διαμορφωτές του σκανδάλου της Μονής Βατοπαιδίου, κατά την άσκηση των υπουργικών τους καθηκόντων, αναδεικνύει την βαθειά έκπτωση των πολιτειακών αξιών της ελληνικής δημοκρατίας και επιβάλλει την ανάληψη θεσμικών πρωτοβουλιών στο πλαίσιο ευρείας και ουσιαστικής αναθεώρησης του ισχύοντος συντάγματος.
Η αναβάθμιση της πολιτειακής αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος επιβάλλεται και από την θεσμική αξιολόγηση του προγράμματος ευρείας πολιτικής εξαπάτησης του κοινωνικού σώματος, που εκπόνησε το ΠΑΣΟΚ για την κατάληψη της εξουσίας, και ήδη εκτελεί κατά την άσκηση της κυβερνητικής του δράσης, με ιδεολογικά χαρακτηριστικά και νομοθετικά μέτρα, που αντιβαίνουν πλήρως στις προγραμματικές αρχές διακυβέρνησης, τις οποίες παρουσίασε στο εκλογικό σώμα κατά την προεκλογική περίοδο, με σκοπό την υπερψήφισή του.
Οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες πρέπει να επιβληθούν από την σθεναρή αντίδραση της κοινωνίας των πολιτών στον συντελούμενο εξανδραποδισμό των αξιών της δημοκρατικής νομιμότητας και να προσλάβουν την ακόλουθη θεσμική μορφή :
Ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου ,το οποίο συγκροτείται από τα εξής τμήματα:
1. Τμήμα ελέγχου συνταγματικότητας νόμων και κυβερνητικών πράξεων.
2. Τμήμα προστασίας ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών.
3. Τμήμα διερεύνησης και απόδοσης ποινικών ευθυνών των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών.
Το Τμήμα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και των κυβερνητικών πράξεων, πέραν του ελέγχου της πιστής εφαρμογής των συνταγματικών διατάξεων από τον κοινό νομοθέτη, θα ελέγχει εάν οι κυβερνητικές πράξεις και η εν γένει πολιτική δράση της κυβέρνησης και των μελών της εφαρμόζει το πολιτικό πρόγραμμα που υπερψήφισε το εκλογικό σώμα και εξασφάλισε σε συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Για τον λόγο αυτό, τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από την διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, τα αναγνωρισμένα πολιτικά κόμματα υποβάλλουν το πλήρες πρόγραμμα της κυβερνητικής τους δράσης, κατά τομέα δημόσιας πολιτικής, στη Γραμματεία του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Όταν η κυβερνητική δράση αντιβαίνει προδήλως το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος που κυβερνά, τότε ο πρόεδρος της κυβέρνησης, ως φορέας της αρχής της δεδηλωμένης, μαζί με τον καθ' ύλην αρμόδιο υπουργό διώκονται για την τέλεση του πολιτειακού αδικήματος της πολιτικής απάτης, το οποίο ορίζεται εννοιολογικά με ρητή και αυστηρή διάταξη του Συντάγματος.
Η σχετική αιτιολογιμένη πράξη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που διαπιστώνει την πολιτειακή αντινομία, εκδίδεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά σχετική προσφυγή πολιτικόυ κόμματος ή ενδιαφερομένων πολιτών και υποβάλλεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος με σχετικό προεδρικό διάταγμα διαλύει την Βουλή και προκηρύσσει εκλογές, εντός χρονικού διαστήματος τριάντα ημερών.
Το υπαίτιο πολιτικό κόμμα στερείται παντελώς οικονομικής κρατικής επιχορήγησης για τις επόμενες δύο βουλευτικές περιόδους.
Η δίκη των διωκομένων για πολιτική απάτη κυβερνητικών στελεχών πραγματοποιείται εντός δεκαπέντε ημερών από την άσκηση της πολιτειακής δίωξης και σε περίπτωση καταδίκης στερούνται ισοβίως του δικιώματος εκλογιμότητας. Επίσης, το υπαίτιο πολιτικό κόμμα στερείται του δικαιώματος συμμετοχής στην επικείμενη εκλογική διαδικασία που συντελείται λόγω της τέλεσης του πολιτειακού αδικήματος της πολιτικής εξαπάτησης του εκλογικού σώματος από τα κυβερνητικά στελέχη του.
Το Τμήμα προστασίας ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών εκδικάζει σε αποκλειστικό βαθμό δικαιοδοσίας τις σχετικές προσφυγές πολιτών, ομάδων πολιτών, πολιτικών κομμάτων, μη κυβερνητικών οργανώσεων και κάθε άλλου ενδιαφερομένου, κατά πράξεων των οργάνων του κράτους, που προσβάλλουν ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα ή πολιτικές ελευθερίες.
Μείζονες κυβερνητικές αποφάσεις για ζητήματα σημαντικού κοινωνικού ενδιαφέροντος που άπτονται του πεδίου εφαρμογής των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων,της διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος,της εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας σε διεθνείς οργανισμούς ή επιβολής φορολογικών μέτρων μόνιμου ή έκτακτου χαρακτήρα λαμβάνονται από την κοινωνία των πολιτών, με την διενέργεια δημοψηφισμάτων. Τα ερωτήματα των δημοψηφισμάτων αυτών διατυπώνονται από το δεύτερο τμήμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Το Τμήμα διερεύνησης και απόδοσης πολιτειακών και πολιτικών ευθυνών των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών δικάζει τις υποθέσεις του πολιτειακού αδικήματος της πολιτικής εξαπάτησης του εκλογικού σώματος και έχει αποκλειστική αρμοδιότητα διερεύνησης και απόδοσης των ποινικών ευθυνών των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών.
Ο χρόνος παραγραφής των ποινικών αδικημάτων των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών εξομοιώνεται απολύτως με τον αντίστοιχο χρόνο παραγραφής των ποινικών αδικημάτων των λοιπών ελλήνων πολιτών.
Στο συγκεκριμένο τμήμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου υποβάλλονται οι εγκλήσεις και οι αναφορές κατά μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών.
Η ποινική δίωξη ασκείται με άδεια της Βουλής, μετά την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον Εισαγγελέα του Συνταγματικού Δικαστηρίου,που ορίζεται για τετραετή θητεία και επιλέγεται με κλήρωση, στην οποία συμμετέχουν τα μέλη των ολομελειών του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας,καθώς και οι τακτικοί καθηγητές του διοικητικού, του συνταγματικού και του ποινικού δικαίου των νομικών σχολών των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας. Το πόρισμα του Εισαγγελέα του Συνταγματικού Δικαστηρίου υποβάλλεται στη Βουλή για τη χορήγηση της άδειας άσκησης ποινικής δίωξης εντός επιτακτικής προθεσμίας δύο μηνών από την άσκηση της έγκλησης ή την υποβολή της αναφοράς και χορηγείται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, εντός τριάντα ημερών από την υπηρεσιακή διαβίβασή της. Η δίκη των κατηγορουμένων μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών πραγματοποιείται εντός επιτακτικής προθεσμίας έξι μηνών από την χορήγηση της άδειας της Βουλής, ενώπιον του τρίτου τμήματος του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Τα ζητήματα της συγκρότησης των τμημάτων του Συνταγματικού Δικαστηρίου, καθώς και της υποχρεωτικής συμμετοχής εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών στη σύνθεσή τους, ορίζονται εξαντλητικά με ρητή διάταξη του Συντάγματος, χωρίς να παρέχεται στον κοινό νομοθέτη εξουσιοδότηση για την ρύθμιση και των πλέον λεπτομερειακών θεμάτων.
Οι αναθεωρητικές διατάξεις που θα τεθούν για την ίδρυση και λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου πρέπει να συμπεριληφθούν μεταξύ των θεμελιωδών σνταγματικών διατάξεων,που δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση.
Η ίδρυση και λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, με τα θεσμικά χαρακτηριστικά και τις αρμοδιότητες που προαναφέρθηκαν, θα διαμορφώσει τις θεσμικές εγγυήσεις συνεχούς και αδιάλειπτης κοινωνικής λογοδοσίας των ασκούντων πολιτική εξουσία,θα προσδιορίσει διαυγές και αδιάρρηκτο πλέγμα πολιτειακής προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και κυρίως θα άρει τις συνθήκες ατιμωρησίας των εγκλημάτων πολιτικής διαφθοράς, που έχουν διαβρώσει το κομματικό σύστημα και έχουν οδηγήσει την τιμή της πολιτικής σε δραματική κοινωνική διαπόμπευση.
Τέλος,η συγκεκριμένη ενδυνάμωση των πολιτειακών θεσμών θα καθιερώσει την κυριαρχική λειτουργία του εκλογικού σώματος, ως μοναδική πρωτογενή πηγή της δημόσιας εξουσίας, και θα αναγορεύσει την ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης σε καθοριστικό παράγοντα άσκησης της κυβερνητικής δράσης, ως ανυπέρβλητη και ισχυρά προστατευόμενη πολιτειακή οντότητα.
Η αναβάθμιση της πολιτειακής αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος επιβάλλεται και από την θεσμική αξιολόγηση του προγράμματος ευρείας πολιτικής εξαπάτησης του κοινωνικού σώματος, που εκπόνησε το ΠΑΣΟΚ για την κατάληψη της εξουσίας, και ήδη εκτελεί κατά την άσκηση της κυβερνητικής του δράσης, με ιδεολογικά χαρακτηριστικά και νομοθετικά μέτρα, που αντιβαίνουν πλήρως στις προγραμματικές αρχές διακυβέρνησης, τις οποίες παρουσίασε στο εκλογικό σώμα κατά την προεκλογική περίοδο, με σκοπό την υπερψήφισή του.
Οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες πρέπει να επιβληθούν από την σθεναρή αντίδραση της κοινωνίας των πολιτών στον συντελούμενο εξανδραποδισμό των αξιών της δημοκρατικής νομιμότητας και να προσλάβουν την ακόλουθη θεσμική μορφή :
Ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου ,το οποίο συγκροτείται από τα εξής τμήματα:
1. Τμήμα ελέγχου συνταγματικότητας νόμων και κυβερνητικών πράξεων.
2. Τμήμα προστασίας ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών.
3. Τμήμα διερεύνησης και απόδοσης ποινικών ευθυνών των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών.
Το Τμήμα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και των κυβερνητικών πράξεων, πέραν του ελέγχου της πιστής εφαρμογής των συνταγματικών διατάξεων από τον κοινό νομοθέτη, θα ελέγχει εάν οι κυβερνητικές πράξεις και η εν γένει πολιτική δράση της κυβέρνησης και των μελών της εφαρμόζει το πολιτικό πρόγραμμα που υπερψήφισε το εκλογικό σώμα και εξασφάλισε σε συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Για τον λόγο αυτό, τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από την διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, τα αναγνωρισμένα πολιτικά κόμματα υποβάλλουν το πλήρες πρόγραμμα της κυβερνητικής τους δράσης, κατά τομέα δημόσιας πολιτικής, στη Γραμματεία του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Όταν η κυβερνητική δράση αντιβαίνει προδήλως το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος που κυβερνά, τότε ο πρόεδρος της κυβέρνησης, ως φορέας της αρχής της δεδηλωμένης, μαζί με τον καθ' ύλην αρμόδιο υπουργό διώκονται για την τέλεση του πολιτειακού αδικήματος της πολιτικής απάτης, το οποίο ορίζεται εννοιολογικά με ρητή και αυστηρή διάταξη του Συντάγματος.
Η σχετική αιτιολογιμένη πράξη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που διαπιστώνει την πολιτειακή αντινομία, εκδίδεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά σχετική προσφυγή πολιτικόυ κόμματος ή ενδιαφερομένων πολιτών και υποβάλλεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος με σχετικό προεδρικό διάταγμα διαλύει την Βουλή και προκηρύσσει εκλογές, εντός χρονικού διαστήματος τριάντα ημερών.
Το υπαίτιο πολιτικό κόμμα στερείται παντελώς οικονομικής κρατικής επιχορήγησης για τις επόμενες δύο βουλευτικές περιόδους.
Η δίκη των διωκομένων για πολιτική απάτη κυβερνητικών στελεχών πραγματοποιείται εντός δεκαπέντε ημερών από την άσκηση της πολιτειακής δίωξης και σε περίπτωση καταδίκης στερούνται ισοβίως του δικιώματος εκλογιμότητας. Επίσης, το υπαίτιο πολιτικό κόμμα στερείται του δικαιώματος συμμετοχής στην επικείμενη εκλογική διαδικασία που συντελείται λόγω της τέλεσης του πολιτειακού αδικήματος της πολιτικής εξαπάτησης του εκλογικού σώματος από τα κυβερνητικά στελέχη του.
Το Τμήμα προστασίας ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών εκδικάζει σε αποκλειστικό βαθμό δικαιοδοσίας τις σχετικές προσφυγές πολιτών, ομάδων πολιτών, πολιτικών κομμάτων, μη κυβερνητικών οργανώσεων και κάθε άλλου ενδιαφερομένου, κατά πράξεων των οργάνων του κράτους, που προσβάλλουν ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα ή πολιτικές ελευθερίες.
Μείζονες κυβερνητικές αποφάσεις για ζητήματα σημαντικού κοινωνικού ενδιαφέροντος που άπτονται του πεδίου εφαρμογής των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων,της διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος,της εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας σε διεθνείς οργανισμούς ή επιβολής φορολογικών μέτρων μόνιμου ή έκτακτου χαρακτήρα λαμβάνονται από την κοινωνία των πολιτών, με την διενέργεια δημοψηφισμάτων. Τα ερωτήματα των δημοψηφισμάτων αυτών διατυπώνονται από το δεύτερο τμήμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Το Τμήμα διερεύνησης και απόδοσης πολιτειακών και πολιτικών ευθυνών των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών δικάζει τις υποθέσεις του πολιτειακού αδικήματος της πολιτικής εξαπάτησης του εκλογικού σώματος και έχει αποκλειστική αρμοδιότητα διερεύνησης και απόδοσης των ποινικών ευθυνών των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών.
Ο χρόνος παραγραφής των ποινικών αδικημάτων των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών εξομοιώνεται απολύτως με τον αντίστοιχο χρόνο παραγραφής των ποινικών αδικημάτων των λοιπών ελλήνων πολιτών.
Στο συγκεκριμένο τμήμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου υποβάλλονται οι εγκλήσεις και οι αναφορές κατά μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών.
Η ποινική δίωξη ασκείται με άδεια της Βουλής, μετά την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον Εισαγγελέα του Συνταγματικού Δικαστηρίου,που ορίζεται για τετραετή θητεία και επιλέγεται με κλήρωση, στην οποία συμμετέχουν τα μέλη των ολομελειών του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας,καθώς και οι τακτικοί καθηγητές του διοικητικού, του συνταγματικού και του ποινικού δικαίου των νομικών σχολών των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας. Το πόρισμα του Εισαγγελέα του Συνταγματικού Δικαστηρίου υποβάλλεται στη Βουλή για τη χορήγηση της άδειας άσκησης ποινικής δίωξης εντός επιτακτικής προθεσμίας δύο μηνών από την άσκηση της έγκλησης ή την υποβολή της αναφοράς και χορηγείται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, εντός τριάντα ημερών από την υπηρεσιακή διαβίβασή της. Η δίκη των κατηγορουμένων μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών πραγματοποιείται εντός επιτακτικής προθεσμίας έξι μηνών από την χορήγηση της άδειας της Βουλής, ενώπιον του τρίτου τμήματος του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Τα ζητήματα της συγκρότησης των τμημάτων του Συνταγματικού Δικαστηρίου, καθώς και της υποχρεωτικής συμμετοχής εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών στη σύνθεσή τους, ορίζονται εξαντλητικά με ρητή διάταξη του Συντάγματος, χωρίς να παρέχεται στον κοινό νομοθέτη εξουσιοδότηση για την ρύθμιση και των πλέον λεπτομερειακών θεμάτων.
Οι αναθεωρητικές διατάξεις που θα τεθούν για την ίδρυση και λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου πρέπει να συμπεριληφθούν μεταξύ των θεμελιωδών σνταγματικών διατάξεων,που δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση.
Η ίδρυση και λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, με τα θεσμικά χαρακτηριστικά και τις αρμοδιότητες που προαναφέρθηκαν, θα διαμορφώσει τις θεσμικές εγγυήσεις συνεχούς και αδιάλειπτης κοινωνικής λογοδοσίας των ασκούντων πολιτική εξουσία,θα προσδιορίσει διαυγές και αδιάρρηκτο πλέγμα πολιτειακής προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και κυρίως θα άρει τις συνθήκες ατιμωρησίας των εγκλημάτων πολιτικής διαφθοράς, που έχουν διαβρώσει το κομματικό σύστημα και έχουν οδηγήσει την τιμή της πολιτικής σε δραματική κοινωνική διαπόμπευση.
Τέλος,η συγκεκριμένη ενδυνάμωση των πολιτειακών θεσμών θα καθιερώσει την κυριαρχική λειτουργία του εκλογικού σώματος, ως μοναδική πρωτογενή πηγή της δημόσιας εξουσίας, και θα αναγορεύσει την ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης σε καθοριστικό παράγοντα άσκησης της κυβερνητικής δράσης, ως ανυπέρβλητη και ισχυρά προστατευόμενη πολιτειακή οντότητα.