Κατά την άσκηση της επαγγελματικής μου δράσης, ως επιτελικό στελέχος της δημόσιας διοίκησης, αλλά και κατά τη δημόσια παρέμβασή μου, ως ιδρυτής και πρόεδρος της Ένωσης Αποφοίτων Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, επέλεξα την ευθεία και σφοδρή σύγκρουση με τις υπαλληλικές συντεχνίες του δημόσιου τομέα, που στέγαζαν επί δεκαετίες τους εκλογικούς πελάτες του σημερινού κομματικού δωσιλογισμού και ανέστελαν, με την παρακμιακή, διαπλεκόμενη και διεφθαρμένη δράση τους, κάθε προσπάθεια εκδημοκρατισμού της δημόσιας διοίκησης, μεταρρύθμισης των αξιών της και εκσυγχρονισμού των μέσων και των μεθόδων διοίκησής της.
Οι συγκεκριμένες υπαλληλικές συντεχνίες, γνήσια δημιουργήματα και παραφυάδες του κομματικού συστήματος, που κατέστησε τη δημόσια διοίκηση πολιτικό λάφυρο, επέβαλαν την παθογενή γραφειοκρατική εσωστρέφεια της διοικητικής διαδικασίας, ενεργούσαν ως κυρίαρχα μέλη κομματικού φέουδου και επιφύλασσαν στους πολίτες συμπεριφορά ταλαιπωρίας, προμελετημένων διοικητικών αδιεξόδων και τελικώς μείζονος πολιτειακής απαξίωσης.
Με την ενεργό πολιτική στήριξη των κομμάτων της μνημονιακής υποτέλειας (κυρίως της Ν.Δ. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ.), αντιτάχθηκαν με μισαλλόδοξες διοικητικές δράσεις στην επιστημονική προσπάθεια δραστικής περιστολής του οργανωτικού και λειτουργικού κόστους των δομών της δημόσιας διοίκησης, την ορθολογική κατανομή του προσωπικού της, με κριτήριο το δημόσιο συμφέρον, και την ανάπτυξη μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών, που αποσκοπούσαν στην παροχή ποιοτικών υπηρεσιών προς τους πολίτες, σύμφωνα με τις δημοκρατικές διοικητικές αξίες της χρηστής διακυβέρνησης.
Και όχι μόνον αυτό. Οι ίδιες υπαλληλικές συντεχνίες, αξιοποιώντας τη νοσηρή όσμωσή τους με το παρακμιακό κομματικό σύστημα, διεκδίκησαν και πέτυχαν τη σύσταση τεράστιου αριθμού οργανικών μονάδων, χωρίς σαφή διοικητικό σκοπό και αποστολή, και την εφαρμογή μιας σκανδαλώδους επιδοματικής πολιτικής, που κατάργησε την αρχή της αξιοκρατίας και την κοινωνική ιεραρχία της σχέσης τυπικών και ουσιαστικών προσόντων, οικονομικών αμοιβών και κοινωνικής προσφοράς.
Τα μέλη των ίδιων συντεχνιών έχουν σημαντική προσωπική και συλλογική ευθύνη για την κοινωνική απαξίωση της δημόσιας διοίκησης και τη διαμόρφωση της πεποίθησης στην κοινωνική συνείδηση ότι ο δημόσιος υπάλληλος είναι ένας εξαχρειωμένος εκλογικός πελάτης, που βασανίζει τον πολίτη και απολαμβάνει τα προνόμια της επαγγελματικώς επιδοτούμενης κομματικής του ένταξης.
Η αξιακή ταυτότητα της δημόσιας διοίκησης, όμως, δεν προσδιορίζεται από τις ορδές των κομματικών πελατών, που εγκατέστησαν την ατομική και συλλογική τους αναξιότητα σε αυτήν, εξαργυρώνοντας την ελαστική πολιτική τους συνείδηση σε τιμή διορισμού, επαγγελματικής αποκατάστασης και υπηρεσιακής ανέλιξης.
Αντιθέτως, τα αξιακά χαρακτηριστικά της δημόσιας διοίκησης καθορίζονται και μορφοποιούνται, ως λειτουργίες της ίδιας της δημοκρατίας, από την κρίσιμη μάζα των επαγγελματικών στελεχών της, που εφαρμόζουν την αρχή της νομιμότητας, υπηρετούν τις καταστατικές αρχές του Συντάγματος, τάσσουν τον εαυτό τους στις ανάγκες της κοινωνίας των πολιτών και εκτελούν τις διοικητικές επιλογές της εκτελεστικής εξουσίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι εκπρόσωποι αυτής νομιμοποιούνται αποκλειστικά από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και μόνον αυτή.
Η συγκεκριμένη κρίσιμη μάζα των στελεχών της δημόσιας διοίκησης είτε απομονώθηκε, είτε εκδιώχθηκε, είτε εξαναγκάστηκε σε οικειοθελή αποχώρηση από τη δημόσια υπηρεσία, με αποτέλεσμα ο δημόσιος διοικητικός χώρος να αποτελέσει πρόσφορο πεδίο παραβατικής διαπλοκής, πολιτικής απάτης και κομματικής διαφθοράς.
Οι μύστες του δημοσίου συμφέροντος αγωνίζονται μαρτυρικά, σε όλους τους κλάδους της δημόσιας διοίκησης, αντιμετωπίζοντας το συντεχνιακό μένος, την κομματική απειλή της επαγγελματικής δίωξης, τη συστηματική κατασυκοφάντηση της δράσης τους από τα ποικιλώνυμα συμφέροντα που αντιστρατεύονται και δοκιμάζονται από την καθημερινή βάσανο της απόλυτης σύγκρουσης.
Η κρίσιμη αυτή μειοψηφία, που προσδιορίζει την αξιακή ταυτότητα της δημόσιας διοίκησης, είναι αφανής, επειδή έχει ισοπεδωθεί από την επέλαση των υπαλληλικών συντεχνιών ή τείνει να παραιτηθεί συνειδητά από την άσκηση κάθε ουσιαστικής επαγγελματικής δράσης, έχοντας διαπιστώσει ότι πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στη σιωπή και την αφομοίωση ή τον επαγγελματικό αφανισμό.
Οι μνημονιακές υποχρεώσεις των κυβερνητικών εταίρων της εθνικής υποτέλειας διαμόρφωσαν ένα δραματικό και ασφυκτικό διοικητικό περιβάλλον, που θέτει κατά τρόπο διλημματικό επιτακτικά ερωτήματα. Η πρόσκαιρη παραμονή τους στην πολιτική εξουσία, η οποία εξαρτάται αποκλειστικά από την εμπιστοσύνη των δανειστών, εταίρων και πατρώνων τους, επιβάλλει τον διοικητικό αυτοχειριασμό της ίδιας της κομματικής τους σάρκας. Οι εκλογικοί τους πελάτες, που οι ίδιοι συσσώρευσαν στις δομές της δημόσιας διοίκησης, απομυζώντας τους κοινωνικούς πόρους του ελληνικού λαού και εξασφαλίζοντας τη διαιώνισή τους στα κυβερνητικά κέντρα εξουσίας, πρέπει να θυσιαστούν με συμβολική βαναυσότητα. Σε διαφορετική περίπτωση, οι δάνειοι εντολείς τους θα μείνουν χωρίς ικανοποίηση και θα τους στερήσουν τους αργυρώνητους κυβερνητικούς τους θώκους. Επιλέγουν συνεπώς τον διοικητικό αυτοχειριασμό τους, για να παραμείνουν χωρίς διοικητική σάρκα, αλλά με σκυμμένο ειδεχθές και βρώμικο πολιτικό κεφάλι στα κέντρα άσκησης της πολιτικής εξουσίας, ακόμη κι αν αυτή είναι υπόδουλη, δοτή και από τη φύση της εξαιρετικά πρόσκαιρη και θνησιγενής.
Δεν είναι τυχαίο ότι τη θυσία της ''διοικητικής ιφιγένειας'' δεν ανέλαβε ένα παραδοσιακό πολιτικό στέλεχος της κυβερνώσας δεξιάς ή του συνεργαζόμενου πασοκ, αλλά ο προερχόμενος από τη ΄δημοκρατική αριστερά', καθηγητής του συνταγματικού δικαίου, Μανιτάκης.
Ο συγκεκριμένος υπουργός, με τις αριστερές καταβολές, χωρίς να βαρύνεται από τις πολιτικές και συναισθηματικές δουλείες των σχέσεων εκλογικών πελατών-υπαλλήλων και πολιτικών πατρώνων-υπουργών, αναλαμβάνει την ερημοποίηση της δημόσιας διοίκησης, από όλους εκείνους που την παροίκησαν, χάριν των ιδιοτελών πολιτικών συμφερόντων του παρακμιακού και διεφθαρμένου πολιτικού προσωπικού που τους διόρισε, χωρίς να έχουν τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και εξασφάλισε την αιώνια πολιτική τους υποστήριξη, με τη χορήγηση παχυλών επιδομάτων, χωρίς αντίκρυσμα διοικητικής και κοινωνικής προσφοράς.
Η ποιοτική μετάλλαξη των παραδοσιακών σχέσεων εκλογικού πελάτη-δημοσίου υπαλλήλου και παρακμιακού πολιτευτή οδηγεί στο νέο σχήμα του διοικητικού θύματος και του διεφθαρμένου πολιτικού θύτη, που θυσιάζει τη νοσηρή ιστορική μεταξύ τους σχέση εμπιστοσύνης και την καταθέτει στους δανειστές και εταίρους, ως τεκμήριο παράδοσης της διοικητικής κυριαρχίας της χώρας στους πολιτικούς εκπροσώπους των διεθνών τοκογλύφων και των εγκληματικών επιχειρηματικών συμφερόντων, που ελέγχουν τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Ποιός θα πίστευε ότι η ελληνική δημόσια διοίκηση θα βίωνε με τρόπο τόσο ανίερο και δραματικό τον συγκεκριμένο πολιτικό συμβολισμό, πλήρους παράδοσης της διοικητικής κυριαρχίας της χώρας, με τους ίδιους ιστορικούς πρωταγωνιστές, σε ποιοτικά διαφορετικούς πολιτικούς και διοικητικούς ρόλους;
Αυτή η βίαιη ποιοτική αλλαγή στην παθογενή σχέση εκλογικού πελάτη-υπαλλήλου και διαπλεκόμενου-διεφθαρμένου πολιτικού προσωπικού μπορεί να αποτελέσει τη δραματική αιτία της πραγματικής χειραφέτησης των πολιτικών απελεύθερων που διορίστηκαν στο δημόσιο, χωρίς αξιοκρατικές διαδικασίες και σήμερα μετατρέπονται σε οικονομικούς δουλοπάροικους του νέου γερμανικού οικονομικού ναζισμού, με τις εκτελεστικές πρωτοβουλίες των ίδιων των πολιτικών τους πατρώνων, και σκοπό να εξασφαλιστεί η παθογενής, μειοδοτική και νοσηρή διαιώνισή τους στα κέντρα άσκησης της πολιτικής εξουσίας.
Το κομματικό σύστημα μεταχειρίζεται και πάλι τα ίδια διοικητικά υποκείμενα ως ευτελές και αναλώσιμο προϊόν πολιτικής χρήσης, αδιαφορώντας παντελώς για τη βίαιη και εγκληματική αποστέρησή τους από τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα ατομικού και οικογενειακού βιοπορισμού.
Αυτή η βίαιη χειραφέτηση είναι βέβαιο ότι θα καταστήσει τους διοικητικούς δουλοπάροικους, που σήμερα χειμάζονται, ενεργούς πολίτες, που τιμούν την ελευθερία της πολιτικής τους συνείδησης, δεν την πωλούν, αρνούνται να την νοθεύσουν και αγωνίζονται, απαλλαγμένοι από κομματικές και κοινωνικές δουλείες, για την εφαρμογή των καταστατικών αξιών της δημοκρατικής νομιμότητας, αλλά και της ίδιας της πολιτειακής τους αξιοπρέπειας.
Αρκεί ο πολιτικός φορέας του ΣΥΡΙΖΑ, που κατ' εξοχήν φιλοδοξεί να εκφράσει τις αντιμνημονιακές δυνάμεις της κοινωνίας, να αρνηθεί να παραχωρήσει νέα διοικητική κομματική στέγη στις πολιτικές δουλείες, στα επαγγελματικά στερεότυπα εσωστρέφειας, διοικητικού ερασιτεχνισμού και διοικητικής αναξιότητας, που προσδιόρισαν την επαγγελματική τους ταυτότητα, από την έναρξη της παθογενούς ιστορικής τους σχέσης με το κομματικό σύστημα μέχρι σήμερα.
Οι πολιτικοί λόγοι του ανηλεούς διωγμού του συγκεκριμένου διοικητικού προσωπικού δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με τις αξιακές του καταβολές, ούτε με τη νοσηρά διαπλεκόμενη δράση των συλλογικών του οργανώσεων, ούτε με την ολοκληρωτική αδυναμία του να υπηρετήσει με επάρκεια το δημόσιο συμφέρον.
Ο πρωτοφανής διωγμός του δεν έχει αξιακό και ιδεολογικό περιεχόμενο, αλλά υπηρετεί απλώς την ευήθη λογιστική των κατάπτυστων εταίρων και δανειστών, που αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους ως αριθμούς και την κοινωνία ως σπάταλο οικονομικό σύστημα που πρέπει να καταργηθεί.
Θυσιάζονται ως τεκμήρια ολοκληρωτικής υποταγής της κυβέρνησης των δωσίλογων στις άνομες προσταγές των διεθνών τοκογλύφων, που υποδουλώνουν την Ελλάδα, το λαό της, τους κοινωνικούς και οικονομικούς της πόρους και επιβουλεύονται την ίδια τη δημοκρατία.
Όσες κι αν είναι οι διαφωνίες μας με τις αξιακές καταβολές και την κοινωνική ποιότητα του υπαλληλικού προσωπικού της δημόσιας διοίκησης που βαίνει προς απόλυση, χρέος όλων των ελεύθερων και ενεργών πολιτών είναι να υποστηρίξουν τον πραγματικό τους αγώνα για κοινωνική και οικονομική επιβίωση και να αντιτάξουν το ακατάλυτο σθένος της πολιτειακής αξιοπρέπειας, απέναντι στις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, που παραδίδουν την εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία της χώρας στους πιο στυγνούς εκπροσώπους του νέου γερμανικού οικονομικού ναζισμού.
Θάνος Παναγιωτόπουλος
Πολιτικός Επιστήμονας - Δημοσιολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου